αντέφεση

αντέφεση
savcılık temyizi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντέφεση — η η έφεση που ασκείται ως άμυνα μαζί και επίθεση κατά της έφεσης που ασκήθηκε από τον αντίδικο …   Dictionary of Greek

  • αντέφεση — η ένδικο μέσο με το οποίο αυτός που πρωτόδικα κέρδισε μπορεί να προσβάλει την απόφαση, αν ο αντίδικός του έκαμε εναντίον της έφεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”